- τροποποιητικός
- -ή, -όπου έχει σχέση με την τροποποίηση: Τροποποιητικές διατάξεις του νομοσχεδίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροποποιητικός — ή, ό, Ν [τροποποιώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροποποίηση … Dictionary of Greek